lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κρεμώ στα τσεχική

Λέξη:
κρεμώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (10):
navěsit, oběsit, odložit, pověsit, přerušit, spadnout, suspendovat, viset, věšet, zavěsit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κρεμώ, ρημα κρεμώ, κρεμώ συνωνυμα, κρεμώ στα τσεχική, navěsit στα ελληνικά
κρεμώ στα τσεχική