lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αταξία στα ουκρανικά

Λέξη:
αταξία (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (30):
безлад, безладдя, вивих, замішання, збентеження, згоряння, злочин, зніяковіння, зупинка, зіпсувати, каша, мішанина, нелад, неохайний, неохайність, неспокій, образа, перекидати, перекидатися, перекинений, перекинути, перекинутися, переривання, порушення, пригнітити, пригнічувати, провина, псувати, розгардіяш, розлад
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αταξία, αταξια τηλεαγγειεκτασία, αταξία του φρίτραϊχ, αταξία του φρίντριχ, αταξία του φρίντραϊχ, αταξία τηλαγγειεκτασία, αταξία στα ουκρανικά, безлад στα ελληνικά
αταξία στα ουκρανικά