lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μπαίνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accede, ascend, embark, enter, join, slide, stomp
μπαίνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nastoupit, přistoupit, stoupat, vcházet, vejít, vkročit, vniknout, vstoupit, vstupovat, vystoupit, vystupovat, vyšlapat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angehen, aufsteigen, aufzusteigen, beitreten, beschreiten, besteigen, betreten, eingehen, eintreten, einziehen, heraufkommen, hereinkommen, hineingehen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bestige
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adherir, ascender, entrar, ingresar, montar, subir
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
entrer, monte, monter, remonter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
entrare, imboccare, salire
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bestige, inngå
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
восходить, вступать, всходить, втягивать, входить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bestiga, beträda, klättra
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aderoj, hyj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
звяртацца, падымаццa, уваходзіць, унікаць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
sisenema
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nousta
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bejönni, belépni, bemenni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ascender, entrar, ingressar, subir
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
vstopiti
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ввійти, внести, вносити, вступати, вступити, входити, війти, занести, заносити, поступати, поступити, пройти, проникати, проникнути, проникніть, проходити, увійти
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wchodzić, wstępować

Σχετικές λέξεις

μπαίνω μες στο αμπέλι, μπαίνω συνώνυμα, μπαίνω μες στ' αμπέλι στίχοι, μπαίνω προστακτική ενεστώτα, μπαίνω μες τ' αμπέλι, μπαίνω μέσα στο μπαξέ, μπαίνω στον μήνα μου, μπαίνω βγαίνω μέσα στην καμάρα, μπαίνω προστακτική, παίρνω κλίση