lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βαλίτσα στα ουκρανικά

Λέξη:
βαλίτσα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
багажник, валіза, валізу, випадок, діло, коробка, корпус, мішок, нагода, потік, скриня, справа, стовбур, сумка, торба, торбина, футляр, чемодан, чохол
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βαλίτσα, βαλίτσα όνειρο, βαλίτσα τρόλευ zc 930 diplomat, βαλίτσα ταξιδιού, βαλίτσα ονειροκρίτης, βαλίτσα καμπίνας, βαλίτσα στα ουκρανικά, багажник στα ελληνικά
βαλίτσα στα ουκρανικά