lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βεβαιότητα στα ουκρανικά

Λέξη:
βεβαιότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (25):
безпека, впевненість, гарантія, довіра, забезпечення, запевнення, запорука, затвердження, захист, мусити, мусить, надійність, охорона, певність, переконання, переконаність, повинен, повинний, полягання, порука, поручительство, ствердження, стверджування, страхування, упевненість
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βεβαιότητα, βεβαιότητα συνώνυμα, βεβαιότητα ορισμος, βεβαιότητα μετάφραση, βεβαιότητα λεξικό, βεβαιότητα στα ουκρανικά, безпека στα ελληνικά
βεβαιότητα στα ουκρανικά