lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βερνικώνω στα ουκρανικά

Λέξη:
βερνικώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
відполірувати, відшліфувати, глазур, лак, начистити, польський, полірувати, політура, чистити, шліфувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βερνικώνω, βερνικώνω στα ουκρανικά, відполірувати στα ελληνικά
βερνικώνω στα ουκρανικά