lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μίσχος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hardcore, haulm, shaft, shank, stalk, stem
μίσχος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
držadlo, dřík, kmen, lodyha, nožička, osa, stonek, stéblo, topůrko, tyč
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beinchen, füßchen, grundstock, schaft, stange, stiel, stängel
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
stilk, stængel
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asta, astil, caña, grueso, mango, pata, pie, tallo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brin, fût, hampe, jambette, manche, merrain, peton, pied, pédicule, retombée, sarment, tige
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
asta, fusto, gambo, stelo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stengel, stilk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ножка, рукоять, стебель
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stjälk
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
нага
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korsi, varsi
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kotas, stiebas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caule, haste, pie
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
noha
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вал, кермо, руль, ствол, стеблина, стебло, стерно, стовбур
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nóżka, trzon, łodyga

Σχετικές λέξεις

μίσχος ροδόπης, μίσχος φύλλου, μίσχος φυτού, μίσχος σταφίδας, μίσχος στα αγγλικά, δημήτρησ μίσχοσ, εγκεφαλικός μίσχος