lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βούτυρο στα ουκρανικά

Λέξη:
βούτυρο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
масло, олію, олія
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βούτυρο, βούτυρο κλαριφιέ, βούτυρο κερκύρας, βούτυρο καριτέ αγορά, βούτυρο καριτέ, βούτυρο κακάο αγορά, βούτυρο στα ουκρανικά, масло στα ελληνικά
βούτυρο στα ουκρανικά