lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γραμμή στα ουκρανικά

Λέξη:
γραμμή (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (30):
блідий, вишикувати, вишикуватися, генеалогія, зблідлий, зморшка, колія, кульки, лінійка, лінія, нога, ніжка, обрис, правитель, простежити, простежувати, протез, риса, риска, ряд, слід, спогад, спомин, тьмяний, тягнутися, удар, черга, чорта, шотландці, штанина
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά γραμμή, γραμμή τραμ, γραμμή μετρό, γραμμή μεταξά, γραμμή μαζινό, γραμμή καταναλωτή, γραμμή στα ουκρανικά, блідий στα ελληνικά
γραμμή στα ουκρανικά