lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δαπάνη στα ουκρανικά

Λέξη:
δαπάνη (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
видатковий, видаток, витрата, витрати, витрачання, нараховувати, нарахування, плата, споживання
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δαπάνη, δαπάνη συνώνυμο, δαπάνη παιδικού σταθμού, δαπάνη ορισμός, δαπάνη ενοικίου, δαπάνη δομικού μηχανήματος σε σταλία, δαπάνη στα ουκρανικά, видатковий στα ελληνικά
δαπάνη στα ουκρανικά