lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διακοπές στα ουκρανικά

Λέξη:
διακοπές (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (25):
виїжджати, виїхати, втримання, відпуск, відпустка, відпустку, відійти, дозвіл, залишати, залишити, звільнення, звільніть, канікули, кинути, креслення, лишати, лишити, малювання, малюнок, облишати, облишити, переїхати, покидати, покинути, поїхати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διακοπές, διακοπές συστήματος, διακοπές στην ελλάδα, διακοπές στην αίγινα, διακοπές ρεύματος, διακοπές πασχα 2014, διακοπές στα ουκρανικά, виїжджати στα ελληνικά
διακοπές στα ουκρανικά