lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ερπετό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amphibian, reptile
ερπετό
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
obojživelník, obojživelný, plaz
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
amphibie, kriechtier, lurch, reptil
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
amfibiet, krybdyr, padde, øgle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anfibio, reptil
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amphibie, reptile
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
anfibio, rettile
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
amfibiet, krypdyr, padde, øgle
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пресмыкающееся, рептилия
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amfibie
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
амфибия
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kahepaikne, roomaja
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
matelija
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
amfibija, roplys
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
réptil
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
plaz
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
płaz

Σχετικές λέξεις

ονειροκρίτης ερπετό, δράκος ερπετό, χελώνα ερπετό, σκορπιός ερπετό, κουρκουτάς ερπετό, σκουλήκι ερπετό, χαμαιλέων ερπετό