lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαλέγω στα ουκρανικά

Λέξη:
διαλέγω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (22):
виберіть, вибирати, вибрати, вибір, визбирувати, засвоювати, засвоїти, збирати, зібрати, зірвати, набирати, набрати, обирати, обрати, приймати, прийміть, прийняти, підбирати, підібрати, скупчувати, удочерити, усиновити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διαλέγω, συνώνυμα επιλέγω, διαλέγω μαθαίνω επιλέγω επιμένω lyrics, διαλέγω επάγγελμα, διαλέγω βικιλεξικο, διαλέγω στα ουκρανικά, виберіть στα ελληνικά
διαλέγω στα ουκρανικά