lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαλέγω στα γερμανικά

Λέξη:
διαλέγω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
ausersehen, auserwählen, ausgenommen, ausgewählt, ausheben, ausklauben, auswählen, gewählt, herausnehmen, wählen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά διαλέγω, συνώνυμα επιλέγω, διαλέγω μαθαίνω επιλέγω επιμένω lyrics, διαλέγω επάγγελμα, διαλέγω βικιλεξικο, διαλέγω στα γερμανικά, ausersehen στα ελληνικά
διαλέγω στα γερμανικά