lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δοκίμιο στα ουκρανικά

Λέξη:
δοκίμιο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
вивчати, випробовування, випробування, вихор, вступ, відвідування, заряджений, зонд, зусилля, налагоджування, намагання, постріл, початок, репетиція, спроба, спробний, стажування, стрілець, увертюра, іспит
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δοκίμιο, δοκίμιο φελιζολ, δοκίμιο περί βλακείας, δοκίμιο περί ανθρώπινης βλακείας pdf, δοκίμιο περί ανθρώπινης βλακείας, δοκίμιο πειθούς, δοκίμιο στα ουκρανικά, вивчати στα ελληνικά
δοκίμιο στα ουκρανικά