lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δοκίμιο στα πορτογαλικά

Λέξη:
δοκίμιο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (17):
amostra, catar, esforço, espécime, espécimen, exame, exames, experimentar, experimentação, experimento, experiência, intento, pirueta, prova, provar, tentar, tentativa
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δοκίμιο, δοκίμιο φελιζολ, δοκίμιο περί βλακείας, δοκίμιο περί ανθρώπινης βλακείας pdf, δοκίμιο περί ανθρώπινης βλακείας, δοκίμιο πειθούς, δοκίμιο στα πορτογαλικά, amostra στα ελληνικά
δοκίμιο στα πορτογαλικά