lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δούλος στα ουκρανικά

Λέξη:
δούλος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
кріпак, невільник, рабинь, рабо
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δούλος, δούλοσ τησ θείασ μου, δούλοσ στην ελλάδα και τη ρώμη, δούλοσ ετυμολογία, δούλος χριστού, δούλος του θεού, δούλος στα ουκρανικά, кріпак στα ελληνικά
δούλος στα ουκρανικά