lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σφετερίζομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arrogate
σφετερίζομαι
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erheben
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arroger, revendiquer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проращивать
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rościć

Σχετικές λέξεις

σφετερίζομαι συνώνυμα, σφετερίζομαι συνώνυμο, σφετερίζομαι σημασία