lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανάβω στα γερμανικά

Λέξη:
ανάβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (13):
anbrennen, anfeuern, angehen, angezündet, anmachen, anstecken, anstreichen, anzünden, aufgeflammt, entflammen, entzünden, erhitzen, zünden
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ανάβω, ανάβω όλα τα φωτα, ανάβω φωτιά, ανάβω μια φωτιά, ανάβω με τσιγάρα στίχοι, ανάβω με τσιγάρα, ανάβω στα γερμανικά, anbrennen στα ελληνικά
ανάβω στα γερμανικά