lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαστικός στα ουκρανικά

Λέξη:
ελαστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
бистрий, гнучкий, жилавий, звивистий, кмітливий, моторний, піддатливий, різносторонній, спритний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ελαστικός, ελαστικόσ σωλήνασ, ελαστικός φίκος, ελαστικός τάπητας, ελαστικός στόκος, ελαστικός σοβάς, ελαστικός στα ουκρανικά, бистрий στα ελληνικά
ελαστικός στα ουκρανικά