lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επίσημος στα ουκρανικά

Λέξη:
επίσημος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
офіціальний, офіційний, службовець, урочистий, урядовець, формальний, функціонер, міністерський, службовий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά επίσημος, επίσημοσ ιστοχώροσ του ελληνικού συστήματοσ εντοπισμού, επίσημοσ εφημερίσ τησ κρητικήσ πολιτείασ, επίσημος χαιρετισμός σε γράμμα, επίσημος συνώνυμα, επίσημος πληθωρισμός 2012, επίσημος στα ουκρανικά, офіціальний στα ελληνικά
επίσημος στα ουκρανικά