lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυριαρχία στα τσεχική

Λέξη:
κυριαρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (26):
autorita, kapacita, moc, mocnost, nadvláda, nadřaděnost, nadřízenost, odborník, orgán, ovládnutí, panství, postup, posun, pravomoc, prospěch, přednost, převaha, schopnost, správa, svrchovanost, síla, vliv, vláda, vážnost, výhoda, úřad
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κυριαρχία, κυριαρχία των οιστρογόνων, κυριαρχία συνώνυμα, κυριαρχία ορισμός, κυριαρχία μέσω internet, κυριαρχία και κοινωνικοί αγώνεσ στον ελλαδικό χώρο, κυριαρχία στα τσεχική, autorita στα ελληνικά
κυριαρχία στα τσεχική