lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επείγων στα ουκρανικά

Λέξη:
επείγων (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (24):
безпосередній, близький, впертий, кидатися, кинутися, линути, миттєвий, мчати, мчатися, настирливий, настійний, натиск, натиснення, невідкладний, негайний, поквапливий, помчати, ретельний, спішний, старанний, строковий, терміновий, черговий, шелестіти
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά επείγων, ο επείγων, κατ επείγων, επειγων ή επειγον, επείγων κλιση, επείγων επείγον, επείγων στα ουκρανικά, безпосередній στα ελληνικά
επείγων στα ουκρανικά