lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυτοπεποίθηση στα ουκρανικά

Λέξη:
αυτοπεποίθηση (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (28):
визнання, впевненість, вступ, віра, вірування, довіра, довіру, доступ, заклад, залежність, запорука, застава, зізнання, ймовірність, кредит, кредитний, кредитувати, освідчення, певність, полягання, признання, прийняття, припущення, підтвердження, розписка, розпізнавання, сповідь, траст
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αυτοπεποίθηση, αυτοπεποίθηση τεστ, αυτοπεποίθηση συνώνυμα, αυτοπεποίθηση στα παιδιά, αυτοπεποίθηση παιδιού, αυτοπεποίθηση ορισμός, αυτοπεποίθηση στα ουκρανικά, визнання στα ελληνικά
αυτοπεποίθηση στα ουκρανικά