lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιθεωρητής στα ουκρανικά

Λέξη:
επιθεωρητής (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
відвідувач, візитер, землемір, інспектор, інспекторе, контролер, ревізор
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά επιθεωρητής, επιθεωρητής μονταλμπάνο, επιθεωρητής κλουζώ, επιθεωρητής κλουζ, επιθεωρητής κάλαχαν, επιθεωρητής δημόσιας υγείας, επιθεωρητής στα ουκρανικά, відвідувач στα ελληνικά
επιθεωρητής στα ουκρανικά