lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επιθεωρητής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inspector, surveyor
επιθεωρητής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dozorce, inspektor
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
inspektor
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
inspektør
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inspector
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inspecteur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ispettore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
inspektør, politifullmektig, tilsynsmann
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
инспектор
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
inspektor
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инспектор
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
інспектар
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarkastaja
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
felügyelő
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inspector
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
inšpektor
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відвідувач, візитер, землемір, контролер, ревізор, інспектор, інспекторе
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
inspektor

Σχετικές λέξεις

επιθεωρητής rex, επιθεωρητής μονταλμπάνο, επιθεωρητής κάλαχαν, επιθεωρητής κλουζώ, επιθεωρητής ανυψωτικών μηχανημάτων, επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης, επιθεωρητής αναδιοργάνωσης του στρατού ξηράς στο γεεθα, επιθεωρητής δημόσιας υγείας, επιθεωρητής κλουζ, επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης λέανδρος ρακιντζής