lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργάτης στα ουκρανικά

Λέξη:
εργάτης (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
діючий, дія, операційний, працівник, робітник, робітничий, робота, робочий, сортувальник
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά εργάτης, εργάτησ τιμημένοσ, εργάτης χειρός, εργάτης χειροκίνητος, εργάτης τρέιλερ, εργάτης οχημάτων 12v, εργάτης στα ουκρανικά, діючий στα ελληνικά
εργάτης στα ουκρανικά