lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργάτης στα πορτογαλικά

Λέξη:
εργάτης (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
assalariado, empregado, mercenário, trabalhador, funcional, obreiro
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εργάτης, εργάτησ τιμημένοσ, εργάτης χειρός, εργάτης χειροκίνητος, εργάτης τρέιλερ, εργάτης οχημάτων 12v, εργάτης στα πορτογαλικά, assalariado στα ελληνικά
εργάτης στα πορτογαλικά