lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευλύγιστος στα ουκρανικά

Λέξη:
ευλύγιστος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
бистрий, гнучкий, еластичний, жилавий, звивистий, кмітливий, моторний, піддатливий, різносторонній, спритний, швидкий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ευλύγιστος, ευλύγιστος συνώνυμα, ευλύγιστος συνωνυμο, ευλύγιστος στα ουκρανικά, бистрий στα ελληνικά
ευλύγιστος στα ουκρανικά