lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θάρρος στα ουκρανικά

Λέξη:
θάρρος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
галантність, доблесть, запал, мужність, серце, серцевина, сміливість, характер
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά θάρρος, θάρρος συνώνυμα, θάρρος κοζάνης, θάρρος καλαμάτας, θάρρος η αλήθεια - μιχάλης χατζηγιάννης stixoi, θάρρος γνωμικά, θάρρος στα ουκρανικά, галантність στα ελληνικά
θάρρος στα ουκρανικά