lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: προκαταρκτικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inaugural, initial, initiatory, introductory, opening, preamble, precursory, preface, prefatory, preliminary
προκαταρκτικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
předběžný, přípravný, uvozovací, zahajovací, úvodní
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einleitend
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forberedende
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inicial, preliminar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
introductif, liminaire, propédeutique, préalable, préjudiciel, préliminaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
introduttivo, preliminare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forberedende, preliminær
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вводный, вступительный, подготовительный, предварительный, прелиминарный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
preliminär
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
paraprak
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
папярэдні, прэлімінарны, уступны
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bevezető
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inicial, preliminar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вступний, вхід, передчасний, попередній, тимчасовий, умовний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
preliminarny, przedwstępny, wstępny

Σχετικές λέξεις

προκαταρκτικός προσδιορισμός περιβαλλοντικών απαιτήσεων, προκαταρκτικόσ έλεγχοσ, προκαταρκτικός συνώνυμα