lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θαυμαστής στα ουκρανικά

Λέξη:
θαυμαστής (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
аматор, залицяльник, коханець, коханий, коханка, любитель, поклонник, співробітник, товариш, франт, хлопець, шанувальник
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά θαυμαστής, θαυμαστής χούφτωσε την beyoncé σε συναυλία της, θαυμαστής συνώνυμο, θαυμαστής στα ουκρανικά, аматор στα ελληνικά
θαυμαστής στα ουκρανικά