lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καλάθι στα ουκρανικά

Λέξη:
καλάθι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
гальмувати, гондола, загальмувати, комплект, корзина, кошик, набор, набір, обмундирування, спорядження
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά καλάθι, καλάθι της νοικοκυράς, καλάθι στραγγίσματος πιάτων, καλάθι ποδηλάτου, καλάθι πικ νικ, καλάθι νοικοκυράς, καλάθι στα ουκρανικά, гальмувати στα ελληνικά
καλάθι στα ουκρανικά