lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ανεπάρκεια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dearth, deficiency, hardship, insufficiency, lack, paucity, poorness, privation, scantiness, scarceness, shortcoming, stringency
ανεπάρκεια
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chyba, nedostatek, nouze, potřeba, schodek, vada, zbavení
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entbehrung, fehlen, knappheit, mangel, manko, not
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
brist, mangel, savn
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carencia, carestía, deficiencia, déficit, escasez, falta, insuficiencia, mengua, penuria, privación
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
besoin, carence, disette, défaut, dénuement, faute, mal-être, manque, privation, pénurie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bisogno, carenza, carestia, difetto, esigenza, insufficienza, mancanza, penuria, scarsità, stento
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brist, knapphet, mangel, savn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бедность, недостаток, необеспеченность
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brist, mangel
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mungesë
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
defitsiit, puudus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haitta, kato
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mana, nedostajati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hiány
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
stoka, stygius
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carência, falha, falta
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
defect, lipsă
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
nedostatok
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дефект
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
niedostatek

Σχετικές λέξεις

ανεπάρκεια βιταμίνης d, ανεπάρκεια συνώνυμο, ανεπάρκεια καρδιάς, ανεπάρκεια g6pd, ανεπάρκεια τραχήλου, ανεπάρκεια βαλβίδας, ανεπάρκεια ωοθηκών, ανεπάρκεια τριγλώχινας βαλβίδας, ανεπάρκεια αντιθρομβίνης, ανεπάρκεια επινεφριδίων