lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπέλο στα ουκρανικά

Λέξη:
καπέλο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
капелюх, шляпа
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά καπέλο, καπέλο φωτιστικού, καπέλο τζόκεϊ, καπέλο πυροσβέστη, καπέλο πειρατή, καπέλο οροφής bella butterfly, καπέλο στα ουκρανικά, капелюх στα ελληνικά
καπέλο στα ουκρανικά