lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καπέλο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cap, chapeau, hat, millinery
καπέλο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
klobouk, víko
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hut
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hat
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sombrero
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
canotier, capeline, chapeau, charlotte, coltin, galure, galurin, panama
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cappello
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hatt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шляпа, шляпка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hatt
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
капялюш, шляпа
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kübar
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hattu, lakki
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šešir
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kalap
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
skrybėlė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chapéu, sombreiro, toca
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
pălărie
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
klobuk
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
klobúk
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
капелюх, шляпа
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kapelusz

Σχετικές λέξεις

καπέλο φωτιστικού, καπέλο καπετάνιου, καπέλο οροφής bella butterfly, καπέλο ξωτικού, καπέλο πειρατή, καπέλο τζόκεϊ, καπέλο μάγισσας, καπέλο και κολάρο του τίτλου, καπέλο πυροσβέστη, καπέλο μάγειρα