lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κελάρι στα ουκρανικά

Λέξη:
κελάρι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
льох, льоха, підвал, підстава, погріб, склеп, склепіння, фундамент
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κελάρι, κελλάρι παπαχρήστου, κελαρι του γατου καισαριανή, κελάρι του γάτου, κελάρι του athenaeum, κελάρι μονεμβασιά, κελάρι στα ουκρανικά, льох στα ελληνικά
κελάρι στα ουκρανικά