lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιπλέκω στα ρωσικά

Λέξη:
περιπλέκω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (6):
запутать, запутывать, осложнять, усложнять, осложнить, усложнить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά περιπλέκω, περιπλέκω στα ρωσικά, запутать στα ελληνικά
περιπλέκω στα ρωσικά