lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άδεια στα ιταλικά

Λέξη:
άδεια (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (17):
assenso, autorizzazione, beneplacito, benestare, commiato, concessione, congedo, consenso, ferie, lasciapassare, licenza, nullaosta, passaggio, patente, permesso, promessa, vacanza
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά άδεια, άδεια παραμονής, άδεια οπλοφορίας, άδεια μικρής κλίμακας, άδεια μητρότητας, άδεια εργασίας, άδεια στα ιταλικά, assenso στα ελληνικά
άδεια στα ιταλικά