lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κοινοβουλευτικός στα ουκρανικά

Λέξη:
κοινοβουλευτικός (Αριθμός των γραμμάτων: 16)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
парламентарій, парламентський
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κοινοβουλευτικός, κοινοβουλευτικός συνεργάτης, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος συριζα, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος πασοκ, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος δησυ, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος δηκο, κοινοβουλευτικός στα ουκρανικά, парламентарій στα ελληνικά
κοινοβουλευτικός στα ουκρανικά