lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ληστεύω στα γερμανικά

Λέξη:
ληστεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (4):
plündern, rauben, geraubt, schinden
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ληστεύω, ληστεύω στα γερμανικά, plündern στα ελληνικά
ληστεύω στα γερμανικά