lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κουβέρτα στα ουκρανικά

Λέξη:
κουβέρτα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
ковдра, ковдру, високосний, обшивка, покриття, стрибати, стрибнути, стрибок, фарба
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κουβέρτα, κουβέρτα ονειροκρίτης, κουβέρτα με μανίκια, κουβέρτα με βελονάκι, κουβέρτα καναπέ, κουβέρτα ηλεκτρική, κουβέρτα στα ουκρανικά, ковдра στα ελληνικά
κουβέρτα στα ουκρανικά