lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κράμπα στα ουκρανικά

Λέξη:
κράμπα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (15):
зморщитися, зморщуватися, конвульсія, корч, перелоги, приступ, скоротити, скоротитися, скорочення, скорочування, скорочувати, скорочуватися, спазм, судома, судорога
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κράμπα, κράμπα στον ύπνο, κράμπα στο στομάχι στην εγκυμοσύνη, κράμπα στο στομάχι, κράμπα στο πέλμα, κράμπα στο λαιμό, κράμπα στα ουκρανικά, зморщитися στα ελληνικά
κράμπα στα ουκρανικά