lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόλπο στα ουκρανικά

Λέξη:
κόλπο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (5):
штучка, звичка, нісенітниця, обман, трюк
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κόλπο, κόλπο των χοίρων, κόλπο του σάρου, κόλπο του ορφανού, κόλπο του άντεν, κόλπο της γουινέας, κόλπο στα ουκρανικά, штучка στα ελληνικά
κόλπο στα ουκρανικά