lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόλπο στα λευκορωσίας

Λέξη:
κόλπο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
штучка, трук
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας κόλπο, κόλπο των χοίρων, κόλπο του σάρου, κόλπο του ορφανού, κόλπο του άντεν, κόλπο της γουινέας, κόλπο στα λευκορωσίας, штучка στα ελληνικά
κόλπο στα λευκορωσίας