lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λοφίσκος στα ουκρανικά

Λέξη:
λοφίσκος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
бугор, висота, височина, гора, горб, горбик, горбок, зріст, монтувати, мілина, пагорб, пагорок, піднятися, підійматися, сосок, сходити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά λοφίσκος, λοφίσκος λαγκαδά, λοφίσκος ιωαννίνων, λοφίσκος στα ουκρανικά, бугор στα ελληνικά
λοφίσκος στα ουκρανικά