lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαλλί στα ουκρανικά

Λέξη:
μαλλί (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
вата, вовна, вовну, волосся, купа, нагромадження, нагромаджувати, нагромадити, руно, складати, скласти, шерсть, штабель
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μαλλί, μαλλί της γριάς για βάπτιση, μαλλί της γριάς, μαλλί προβάτου, μαλλί πλεξίματος online, μαλλί μερινός, μαλλί στα ουκρανικά, вата στα ελληνικά
μαλλί στα ουκρανικά