lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μπουκέτο στα ουκρανικά

Λέξη:
μπουκέτο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
аромат, бігти, букет, гонки, забіг, заїзд, змагання, порода, раса, расовий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μπουκέτο, μπουκέτο τριαντάφυλλα, μπουκέτο νύφης, μπουκέτο μπαλόνια πειραιάς, μπουκέτο μπαλόνια πάτρα, μπουκέτο μπαλόνια καταστήματα, μπουκέτο στα ουκρανικά, аромат στα ελληνικά
μπουκέτο στα ουκρανικά