lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατηγορία στα πορτογαλικά

Λέξη:
κατηγορία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (15):
carga, cargo, dever, emprego, escritório, funciona, gravarei, gravidade, gravitação, lastre, obrigação, oficina, oficio, ofício, peso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κατηγορία, κατηγορία συνώνυμα, κατηγορία ιι κατά bethesda, κατηγορία εδάφους κατά ε.α.κ. - 2000, κατηγορία διπλώματος οδήγησης ce, κατηγορία διπλώματος οδήγησης, κατηγορία στα πορτογαλικά, carga στα ελληνικά
κατηγορία στα πορτογαλικά