lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μυωπικός στα ουκρανικά

Λέξη:
μυωπικός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
короткозорий, короткозорість, недалекоглядний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μυωπικός, μυωπικός καταρράκτης, μυωπικός αστιγματισμός συμπτώματα, μυωπικός αστιγματισμός σε παιδια, μυωπικός αστιγματισμός, μυωπικός στα ουκρανικά, короткозорий στα ελληνικά
μυωπικός στα ουκρανικά